- εκμείρομαι
- ἐκμείρομαι (Α)μετέχω σε κάτι, αποκτώ κάτι με τη βοήθεια τής τύχης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξέμμορε — ἐκμείρομαι obtain for one s lot perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξέμμορεν — ἐκμείρομαι obtain for one s lot perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… … Dictionary of Greek